spadan
Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:
Isfahan — Isfahan … Deutsch Wikipedia
σπάθη — η, ΝΜΑ, και σπάδη Α 1. μικρό εργαλείο που χρησιμοποιείται, για την ανάμιξη διαφόρων υλικών και ουσιών, κν. σπάτουλα 2. ο μίσχος άνθους ή το στέλεχος κλάδου («τόξα δὲ εἶχον ἐκ φοίνικος σπάθης πεποιημένα», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. σπαθί 2. (στρ. αθλ.)… … Dictionary of Greek
spadō- — *spadō , *spadōn, *spada , *spadan germ., Substantiv: nhd. Spaten ( Maskulinum); ne. spade; Rekontruktionsbasis: ae., afries., as., ahd.; Etymologie: s. ing. *spē … Germanisches Wörterbuch