spadan

spadan

Germanisches Wörterbuch . 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Isfahan — Isfahan …   Deutsch Wikipedia

  • σπάθη — η, ΝΜΑ, και σπάδη Α 1. μικρό εργαλείο που χρησιμοποιείται, για την ανάμιξη διαφόρων υλικών και ουσιών, κν. σπάτουλα 2. ο μίσχος άνθους ή το στέλεχος κλάδου («τόξα δὲ εἶχον ἐκ φοίνικος σπάθης πεποιημένα», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. σπαθί 2. (στρ. αθλ.)… …   Dictionary of Greek

  • spadō- — *spadō , *spadōn, *spada , *spadan germ., Substantiv: nhd. Spaten ( Maskulinum); ne. spade; Rekontruktionsbasis: ae., afries., as., ahd.; Etymologie: s. ing. *spē …   Germanisches Wörterbuch

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”