fōtuz
Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
fōtu- — *fōtu , *fōtuz germ., stark. Maskulinum (u): nhd. Fuß; ne. foot; Rekontruktionsbasis: got., an., ae., afries., anfrk., as., ahd.; Etymologie … Germanisches Wörterbuch