ūnkja

ūnkja
*ūnkja
germ.?, Femininum:
nhd. Unze;
ne. ounce;
Interferenz: Lehnwort lat. ūncia;
Etymologie:
s. lat. ūncia, Femininum, Zwölftel, Längenmaß, Gewicht (Neutrum) (1);
vergleiche lat. ūnus, Adjektiv, eins;
idg. *e- (3), Pronomen, er, der, Pokorny 281

Germanisches Wörterbuch . 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • unkja — [b. fr. Lat uncia] : ounce …   Gothic dictionary with etymologies

  • ουγγιά — και ουγκιά, η (AM οὐγγία και οὐγκία, Α και ὀγκία) νεοελλ. μονάδα βάρους σε διάφορες χώρες, που σήμερα ισούται με 28,34 γραμμάρια μσν. αρχ. το δωδεκατημόριο τού ασσαρίου ή γενικώς ενός συνόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. uncia (< unus «ένας»), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”